- ξεφύτρωμα
- το, -ατος1. το αποτέλεσμα του ξεφυτρώνω, το φύτρωμα.2. μτφ., απρόοπτη εμφάνιση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξεφύτρωμα — το [ξεφυτρώνω] 1. φύτρωμα, η πρώτη βλάστηση φυτού ή σπόρου 2. απροσδόκητη εμφάνιση … Dictionary of Greek
έκφυση — η (AM ἔκφυσις) εκβλάστηση, ξεφύτρωμα, φύτρωμα αρχ. μσν. στον πληθ. παραφυάδες αρχ. 1. ανάπτυξη, μεγάλωμα φυτού 2. τρόπος αυξήσεως 3. πρόοδος («εἰς ἀρετῆς ἔκφυσιν», Πλάτ.) 4. εξόγκωμα 5. οστεώδης προεξοχή 6. βλαστός 7. στον πληθ. ρίζες … Dictionary of Greek
αποβλάστησις — ἀποβλάστησις, η (Α) η ανάπτυξη, το ξεφύτρωμα από κάτι … Dictionary of Greek